λογαριασμός

λογαριασμός
ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω]
μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό»)
νεοελλ.
1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ»)
2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με το οποίο παρακολουθούνται κατά χρονολογική σειρά και σε χρηματικές μονάδες οι μεταβολές ενός στοιχείου μιας οικονομικής μονάδας
3. η μερίδα την οποία ανοίγει κάποιος επ' ονόματι του ή επ' ονόματι κάποιου άλλου σε λογιστικό βιβλίο («έχω λογαριασμό στην τράπεζα»)
4. σχέση οικονομική ή άλλης υφής δοσοληψία («δεν θέλω να έχω λογαριασμούς μαζί τους»)
5. σχέδιο, πρόθεση
6. πράγμα άξιο υπολογισμού («ήταν λογαριασμός εκείνα τα χρόνια να σπουδάσεις στο εξωτερικό»)
7. επιχείρημα
8. συμβουλή, καθοδήγηση, υπόδειξη
9. φρ. α) «για λογαριασμό μου»
i) για μένα τον ίδιο, για τον εαυτό μου
ii) εξ ονόματός μου
β) «δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν» — δεν λογοδοτώ σε κανέναν, δεν αφήνω κανέναν να μέ ελέγξει ή να επέμβει στις προσωπικές μου υποθέσεις
γ) «κανόνισε τον λογαριασμό σου» — να ενεργήσεις υπό ορισμένους όρους και με βάση τη λογική
δ) «έχω χάσει τον λογαριασμό (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε σύγχυση ή αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω
ε) «μπήκα σε λογαριασμό» ή «μέ έβαλε σε λογαριασμό»
i) τακτοποιήθηκα, μπήκα σε τάξη
ii) συμμορφώθηκα
ζ) «δικός μου λογαριασμός» — δική μου υπόθεση, που δεν αφορά άλλους
η) «έχω (ανοιχτούς) λογαριασμούς (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε διένεξη με κάποιον
θ) «κάνει τον λογαριασμό του χωρίς τον ξενοδόχο» — σχεδιάζει κάτι χωρίς τη συμμετοχή τού άμεσα ενδιαφερόμενου προσώπου
ι) «εβραίικος λογαριασμός» — ακριβής υπολογισμός που γίνεται πάντα προς όφελος εκείνου που τόν κάνει
ια) «ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου» — επιλύω διαφορές ή τακτοποιώ εκκρεμότητες που έχω με κάποιον
ιβ) «λογαριασμός εσόδων ή εξόδων» — ο ειδικός λογαριασμός τών εσόδων ή εξόδων μιας επιχείρησης ή μιας ενέργειας
10. παροιμ. «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» — η αμοιβαία συνέπεια στις οικονομικής φύσεως δοσοληψίες συντελεί στη διατήρηση τής φιλίας
νεοελλ.-μσν.
1. συλλογισμός, σκέψη, διαλογισμός, λογική («κ' εσύ με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα;», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «μιλώ λογαριασμό» — συμβουλεύω, νουθετώ
μσν.
1. έσοδα, απολαβές
2. σύνολο
3. απολογισμός
4. (για ναυτικά εξαρτήματα) αναλογική κατασκευή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογαριασμός — calculate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριασμός — ο 1. αρίθμηση, μέτρημα: Ο λογαριασμός ήταν λάθος. 2. πίνακας εξόδων ή εσόδων: Ο λογαριασμός του τηλεφώνου ήρθε φουσκωμένος. 3. δοσοληψία οικονομική: Θα καταθέσω τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό σου. 4. φρ., «Δίνω λογαριασμό», λογοδοτώ· «δικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογαριασμῷ — λογαριασμός calculate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριασμόν — λογαριασμός calculate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεχούμενος — και τρεχάμενος, η, ο, Ν 1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό») 2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» ο ανοιχτός λογαριασμός β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και… …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ενήμερος — η, ο 1. ο γνώστης τών καθημερινών συμβάντων, αυτός που γνωρίζει καλά όσα αφορούν σε μιαν υπόθεση, γνώστης («είναι πάντα ενήμερος», «είμαστε ενήμεροι τής καταστάσεως») 2. (λογιστ.) «ενήμερος λογαριασμός» ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”